- ξυστικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ξύσιμο.2. αυτός που χρησιμοποιείται για ξύσιμο: Ξυστικά μηχανήματα.3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ξυστικά η αμοιβή για το ξύσιμο, για ξυστική εργασία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.